ιδιοδιάνυσμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδιοδιάνυσμα < ίδιος + -ο- + διάνυσμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική eigenvector)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιδιοδιάνυσμα ουδέτερο
- (μαθηματικά) μη μηδενικό διάνυσμα ενός τετραγωνικού πίνακα που, όταν πολλαπλασιαστεί με τον ισούται με το αρχικό διάνυσμα, πολλαπλασιασμένο με έναν αριθμό , έτσι ώστε:
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδιοδιάνυσμα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)