κάλπης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κάλπης | οι | κάλπηδες |
γενική | του | κάλπη | των | κάλπηδων |
αιτιατική | τον | κάλπη | τους | κάλπηδες |
κλητική | κάλπη | κάλπηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάλπης < (άμεσο δάνειο) τουρκική kalp < περσική قلب (qalb, "ψεύτικος", "απομίμηση") < αραβική قلب (qalb "μεταβολή", επίσης "καρδιά")
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάλπης αρσενικό
- (λαϊκότροπο) άνθρωπος δόλιος, υποκριτής και αναξιοπρεπής
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κάλπης
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κάλπης θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)