κήτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κήτος | τα | κήτη |
γενική | του | κήτους | των | κητών |
αιτιατική | το | κήτος | τα | κήτη |
κλητική | κήτος | κήτη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κήτος < αρχαία ελληνική κῆτος (πιθανόν προελληνική )
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κήτος ουδέτερο
- (ζωολογία) οποιοδήποτε από τα μεγάλα θηλαστικά της θάλασσας, τα δελφίνια και τις φάλαινες
- ⮡ το μεγαλύτερο κήτος στη γη είναι η γαλάζια φάλαινα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)