κακοζωία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακοζωία < (ελληνιστική κοινή) κακοζωΐα / κακοζοΐα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακοζωία θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κακοζώ
- κακοζώητος
- κακοζωίζω
- κακοζωισμένος
- → δείτε τις λέξεις κακός και ζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακοζωία
|