καλβινισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλβινισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλβινισμός αρσενικό
- (θρησκεία) χριστιανική ιδεολογία που έχει ανάμεσα στις αρχές της την ιδέα της απόλυτης κυριαρχίας του Θεού, ο οποίος έχει προορίσει ποιοι θα σωθούν και ποιοι θα καταδικαστούν σε αιώνια τιμωρία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλβινισμός