κατάπιομα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατάπιομα τα καταπιόματα
      γενική του καταπιόματος των καταπιομάτων
    αιτιατική το κατάπιομα τα καταπιόματα
     κλητική κατάπιομα καταπιόματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάπιομα < καταπίνω, θέμα καταπιω- + -μα.[1] Μορφολογικά, κατά- + πιόμα (δείτε εκεί για τη γραφή με όμικρον).

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈta.pço.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τά‐πιο‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατάπιομα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις καταπίνω, πιοτό και πίνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. κατάπιομα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. καταπιο- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
  3. καταπιω- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)