κολλεκτιβισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κολλεκτιβισμός οι κολλεκτιβισμοί
      γενική του κολλεκτιβισμού των κολλεκτιβισμών
    αιτιατική τον κολλεκτιβισμό τους κολλεκτιβισμούς
     κλητική κολλεκτιβισμέ κολλεκτιβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολλεκτιβισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κολλεκτιβισμός αρσενικό

  1. κοινωνικοοικονομικό σύστημα που θέτει τα μέσα παραγωγής στα χέρια του συνόλου
  2. (μειωτικό) κατάπνιξη της ατομικότητας προς όφελος της ομάδας