κολλυβισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολλυβισμός < ελληνιστική κοινή κολλυβίζω + -μός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολλυβισμός αρσενικό
- η εργασία του κολλυβιστή, η ανταλλαγή νομισμάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κολλυβισμός
|