κομματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομματισμός < κομματίζομαι + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κομματισμός αρσενικό
- (πολιτική) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κομματίζομαι
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις κομματίζομαι, κόμμα και κόβω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κομματισμός
|