κοπρώνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κοπρώνας | οι | κοπρώνες |
γενική | του | κοπρώνα | των | κοπρώνων |
αιτιατική | τον | κοπρώνα | τους | κοπρώνες |
κλητική | κοπρώνα | κοπρώνες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοπρώνας < αρχαία ελληνική κοπρών < κόπρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοπρώνας αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοπρώνας
|