κωμωδιογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κωμωδιογράφος < ελληνιστική κοινή κωμῳδιογράφος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κωμωδιογράφος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κωμωδιογράφος
|