λαίδη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαίδη οι λαίδες
      γενική της λαίδης
    αιτιατική τη λαίδη τις λαίδες
     κλητική λαίδη λαίδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαίδη < αγγλική lady[1] [2] [3] < μέση αγγλική lady / laddy / lafdi / lavedi < αγγλοσαξονική hlǣfdīġe (σύζυγος άρχοντα, (κυριολεκτικά) ζυμώτρια) < hlāf (ψωμί) + dīġe (ζυμώτρια)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈle.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λαί‐δη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαίδη θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. λαίδη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. λαίδηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  4. Μεγάλο Ηλεκτρονικό Λεξικό Νεοελληνικής Γλώσσας–Πατάκη (ΜΗΛΝΕΓ–Π), λήμμα λόρδος.