λαθράκιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαθράκιασμα < λαθρακιάζω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαθράκιασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του λαθρακιάζω
- (για ξύλα) σάπισμα (ιδίως από μέσα)
- (για ανθρώπους ή ζώα) εξασθένιση, αδυνάτισμα (σε μεγάλο βαθμό)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαθράκιασμα
|