λιπασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λιπασμός | οι | λιπασμοί |
γενική | του | λιπασμού | των | λιπασμών |
αιτιατική | τον | λιπασμό | τους | λιπασμούς |
κλητική | λιπασμέ | λιπασμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιπασμός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /li.paˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐πα‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιπασμός αρσενικό
- (για το έδαφος) η λίπανση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιπασμός
→ δείτε τη λέξη λίπανση |