λόρδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λόρδα οι λόρδες
      γενική της λόρδας
    αιτιατική τη λόρδα τις λόρδες
     κλητική λόρδα λόρδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λόρδα < (άμεσο δάνειο) βενετική lorda

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λόρδα θηλυκό

  • έντονη αίσθηση πείνας

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]