μάτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μάτσα | οι | μάτσες |
γενική | της | μάτσας | — | |
αιτιατική | τη | μάτσα | τις | μάτσες |
κλητική | μάτσα | μάτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μάτσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μάτσα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) το σιδερένιο κατασκεύασμα που κρατάει την ποδιά ενός πρυμνιού πανιού
- σφυρί, βαριοπούλα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]μάτσα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μάτσο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)