μάτσο
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | μάτσο | μάτσα |
γενική | μάτσου | μάτσων |
αιτιατική | μάτσο | μάτσα |
κλητική | μάτσο | μάτσα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μάτσο ουδέτερο
- δέσμη από όμοια, που την πιάνεις με το ένα χέρι
- ένα μάτσο μαϊντανό
- σωρός ομοίων
- θα ήθελα να είχα ένα μάτσο πεντακοσάρικα
- Ένα μάτσο γυναίκες υπάρχουνε κι εσύ κάθεσαι και σκας για την Ελένη
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (είμαι) ένα μάτσο χάλια : για κάποιο άσχημο άτομο που όλα επάνω του είναι χάλια, αλλά και για ψυχικές καταστάσεις, όταν κάποιος είναι διαλυμένος ψυχικά ή κατάκοπος