μανάλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μανάλι τα μανάλια
      γενική του μαναλιού των μαναλιών
    αιτιατική το μανάλι τα μανάλια
     κλητική μανάλι μανάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μανάλι < μανουάλι με αποφυγή της χασμωδίας [ua]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /maˈna.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐νά‐λι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μανάλι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]