μανάλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μανάλι | τα | μανάλια |
γενική | του | μαναλιού | των | μαναλιών |
αιτιατική | το | μανάλι | τα | μανάλια |
κλητική | μανάλι | μανάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /maˈna.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐νά‐λι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μανάλι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το μανουάλι[1]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μανάλι
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μανάλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας