μαρμαροκονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαρμαροκονία < ελληνιστική κοινή μαρμαροκονία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαρμαροκονία θηλυκό και μαρμαροκονίαμα ουδέτερο
- κονία / κονίαμα που περιέχει φύραμα ασβέστου και σε μικρό ποσοστό κονιορτοποιημένο μάρμαρο για την επίχριση τοίχων, ώστε αυτοί να είναι λείοι ή και γυαλιστεροί μετά από στίλβωση και που μπορεί όμως να αποτελεί μίγμα και άλλων υλικών, παρότι λέγεται μαρμαροκονία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαρμαροκονία
|