μαρνέρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαρνέρος οι μαρνέροι
      γενική του μαρνέρου των μαρνέρων
    αιτιατική τον μαρνέρο τους μαρνέρους
     κλητική μαρνέρε μαρνέροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαρνέρος < (άμεσο δάνειο) ιταλική mariner(o) + -ος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαρνέρος αρσενικό

  1. (παρωχημένο) ναύτης, θαλασσινός
    ※  μαρνέροι εσείς, καλές καρδιές, οπού αρμενάτε πρίμα... (Μιλτιάδης Μαλακάσης, «Στο περιγιάλι», Ασφόδελοι, 1919 [1]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]