μεγαλοπραγμοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαλοπραγμοσύνη < ελληνιστική κοινή μεγαλοπραγμοσύνη < αρχαία ελληνική μεγαλοπράγμων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεγαλοπραγμοσύνη θηλυκό
- (λόγιο, σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μεγαλοπραγμονώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγαλοπραγμοσύνη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)