μεθοκόπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεθοκόπι | τα | μεθοκόπια |
γενική | του | μεθοκοπιού | των | μεθοκοπιών |
αιτιατική | το | μεθοκόπι | τα | μεθοκόπια |
κλητική | μεθοκόπι | μεθοκόπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεθοκόπι ουδέτερο
- (μειωτικό) (λογοτεχνικό) η μέθη