μικρομετρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικρομετρία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικρομετρία θηλυκό
- η μελέτη μικροσκοπικών αντικειμένων με μικρόμετρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικρομετρία