μνημονικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μνημονικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μνημονικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μνημονικό ουδέτερο
- η μνήμη, η ικανότητα κάποιου να συγκρατεί πολλές πληροφορίες στη μνήμη του
- Τι μνημονικό που έχει αυτός ο άνθρωπος! Μα να θυμάται τόσες λεπτομέρειες από κάτι που έγινε πριν 40 χρόνια!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μνημονικό
- αιτιατική ενικού του μνημονικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μνημονικός