μονομεριάτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μονομεριάτικος
- άλλη μορφή του μονοήμερος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονομεριάτικος
|
μονομεριάτικος
|