μοσχογαλή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοσχογαλή οι μοσχογαλές
      γενική της μοσχογαλής των μοσχογαλών
    αιτιατική τη μοσχογαλή τις μοσχογαλές
     κλητική μοσχογαλή μοσχογαλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αφρικανική μοσχογαλή (Civettictis civetta)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοσχογαλή < μόσχος + -ο- + γαλή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μοσχογαλή θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]