μπρεζέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μπερζέρα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπρεζέρα οι μπρεζέρες
      γενική της μπρεζέρας
    αιτιατική την μπρεζέρα τις μπρεζέρες
     κλητική μπρεζέρα μπρεζέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπρεζέρα < γαλλική brasier (ανθρακιά) / braiser (σιγοψήνω) < braise

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπρεζέρα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]