νύγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νύγμα τα νύγματα
      γενική του νύγματος των νυγμάτων
    αιτιατική το νύγμα τα νύγματα
     κλητική νύγμα νύγματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νύγμα < αρχαία ελληνική νύσσω (σπρώχνω με μυτερό όργανο, κεντώ, τσιμπώ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νύγμα ουδέτερο

  1. τσίμπημα, κεντιά
    νύγμα εντόμου
  2. το σύμβολο που τοποθετούμε στην αρχή ή στο τέλος του κειμένου μιας πρότασης, δήλωσης, λύσης κτλ. σημαδεύοντάς την ότι την επιλέγουμε (ο χαρακτήρας image με κωδικό Unicode: 2713)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]