ξεθολώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεθολώνω < ξε- + θολώνω < θολός + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεθολώνω, παθ. μτχ.: ξεθολωμένος

  1. (μεταβατικό) ξεκαθαρίζω, κάνω κάτι διαυγές
  2. (αμετάβατο) αποκτώ πάλι τη διαύγειά μου
    το νερό ξεθόλωσε
  3. (αμετάβατο) (μεταφορικά) αποκτώ πάλι την πνευματική μου διαύγεια μου
    πιες έναν καφέ να ξεθολώσεις

Κλίση[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]