ξεθολωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεθολωμένος η ξεθολωμένη το ξεθολωμένο
      γενική του ξεθολωμένου της ξεθολωμένης του ξεθολωμένου
    αιτιατική τον ξεθολωμένο την ξεθολωμένη το ξεθολωμένο
     κλητική ξεθολωμένε ξεθολωμένη ξεθολωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεθολωμένοι οι ξεθολωμένες τα ξεθολωμένα
      γενική των ξεθολωμένων των ξεθολωμένων των ξεθολωμένων
    αιτιατική τους ξεθολωμένους τις ξεθολωμένες τα ξεθολωμένα
     κλητική ξεθολωμένοι ξεθολωμένες ξεθολωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεθολωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεθολώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

ξεθολωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]