ξεκουμπισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεκουμπισμός < ξεκουμπίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεκουμπισμός και ἀθότυρον
- το φευγιό με κακό τρόπο, το διώξιμο
- ο αφανισμός, ο χαμός, ο θάνατος, να πηγαίνει κάποιος στον αγύριστο