ξεσκούριασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεσκούριασμα < ξεσκουριάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεσκούριασμα ουδέτερο
- η αφαίρεση της σκουριάς
- (μεταφορικά) η ανανέωση, η ενημέρωση (π.χ. γνώσεων, ικανοτήτων)
- τα σουηδικά μου χρειάζονται λίγο ξεσκούριασμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεσκούριασμα
|