ξωτάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξωτάρης | οι | ξωτάρηδες |
γενική | του | ξωτάρη | των | ξωτάρηδων |
αιτιατική | τον | ξωτάρη | τους | ξωτάρηδες |
κλητική | ξωτάρη | ξωτάρηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξωτάρης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξωτάρης αρσενικό
- ο άνθρωπος που ζει και εργάζεται στους αγρούς, έξω από την πόλη
- (κρητικά) περιπλανώμενος