ξύδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξύδι | τα | ξύδια |
γενική | του | ξυδιού | των | ξυδιών |
αιτιατική | το | ξύδι | τα | ξύδια |
κλητική | ξύδι | ξύδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξύδι < ξίδι, με παρετυμολογική επίδραση της λέξης οξύ / οξύς
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- ξύδι ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξύδι
→ δείτε τη λέξη ξίδι |