οινοπνευματίαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οινοπνευματίαση οι οινοπνευματιάσεις
      γενική της οινοπνευματίασης* των οινοπνευματιάσεων
    αιτιατική την οινοπνευματίαση τις οινοπνευματιάσεις
     κλητική οινοπνευματίαση οινοπνευματιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οινοπνευματιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οινοπνευματίαση < οινόπνευμα + -ίαση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οινοπνευματίαση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]