οντογονία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οντογονία οι οντογονίες
      γενική της οντογονίας των οντογονιών
    αιτιατική την οντογονία τις οντογονίες
     κλητική οντογονία οντογονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οντογονία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ontogeny < αρχαία ελληνική ὄν + -γονία < γίγνομαι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οντογονία θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]