οξυφωνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οξυφωνία < αρχαία ελληνική ὀξυφωνία < ὀξύφωνος < ὀξύς + φωνή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οξυφωνία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οξυφωνία
|