παιδομετρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παιδομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pédométrie
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παιδομετρία θηλυκό
- κλάδος της παιδαγωγικής που ασχολείται με τη μέτρηση των σωματικών, πνευματικών και ψυχικών ικανοτήτων των παιδιών
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παιδομετρία
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)