παλαιογεωγραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλαιογεωγραφία < παλαιο- + γεωγραφία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλαιογεωγραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική palaeogeography < παλαιός + γεωγραφία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλαιογεωγραφία θηλυκό
- επιστημονικός κλάδος που μελετά τις μακροχρόνιες και μακροσκοπικές αλλαγές της παγκόσμιας γεωγραφίας
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλαιογεωγραφία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παλαιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γραφία (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)