παλαιο-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παλαιός, παλαι-, παλιο-

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλαιο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παλαιο- & λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία palaeo-. Συγχρονικά αναλύεται σε παλαι(ός) + -ο-[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.le.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐λαι‐ο-

Πρόθημα[επεξεργασία]

παλαιο- ή παλαιό-

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

επίσης δείτε μεσο-, υστερο-

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλαιο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παλαιο-. Μορφολογικά αναλύεται σε παλαι(ός) + -ο-

Πρόθημα[επεξεργασία]

παλαιο-, παλαιό-, σπάνιο: παλαί-

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]




Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλαιο- < παλαι(ός) + -ο-

Πρόθημα[επεξεργασία]

παλαιο-, παλαιό-, παλαί-, παλαί-

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]