παλαιο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλαιο- < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική παλαιο- & λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία palaeo-. Συγχρονικά αναλύεται σε παλαι(ός) + -ο-[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.le.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λαι‐ο-
Πρόθημα[επεξεργασία]
παλαιο- ή παλαιό-
- πρώτο συνθετικό λόγιων λέξεων που αναφέρονται στο παρελθόν
- που είναι παλιό
- για κάτι παλιό ή μεταχειρισμένο
- για κάτι συντηρητικό ή ξεπερασμένο
- (επιστημονικός όρος) για αναφορά σε προϊστορικές περιόδους ή πρώιμες φάσεις ιστορικής εξέλιξης
- ως λόγιος τύπος λέξεων με παλιο-
- που είναι παλιό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- παλαι- σε παλαιότερες συνθέσεις
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα παλαιο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα παλαιό- στο Βικιλεξικό
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ «παλαιο-» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Προθήματα (νέα ελληνικά)