παντογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παντογράφος < γαλλική pantographe, αναλύεται σε παντο- + -γράφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παντογράφος αρσενικό
- το όργανο γραφικών τεχνών, μέσω του οποίου γίνεται γραφική αναπαραγωγή σχεδίου (επίπεδο), ή αντικειμένου (τρεις διαστάσεις) στην ίδια, ή διαφορετική κλίμακα. Οι πλέον σύγχρονοι παντογράφοι χρησιμοποιούν τεχνολογία laser.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παντογράφος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παντο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γράφος (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)