παντογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παντογράφος οι παντογράφοι
      γενική του παντογράφου των παντογράφων
    αιτιατική τον παντογράφο τους παντογράφους
     κλητική παντογράφε παντογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παντογράφος < γαλλική pantographe, αναλύεται σε παντο- + -γράφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παντογράφος αρσενικό

  • το όργανο γραφικών τεχνών, μέσω του οποίου γίνεται γραφική αναπαραγωγή σχεδίου (επίπεδο), ή αντικειμένου (τρεις διαστάσεις) στην ίδια, ή διαφορετική κλίμακα. Οι πλέον σύγχρονοι παντογράφοι χρησιμοποιούν τεχνολογία laser.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]