παρενόχληση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρενόχληση | οι | παρενοχλήσεις |
γενική | της | παρενόχλησης* | των | παρενοχλήσεων |
αιτιατική | την | παρενόχληση | τις | παρενοχλήσεις |
κλητική | παρενόχληση | παρενοχλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρενοχλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρενόχληση < αρχαία ελληνική παρενόχλησις
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ɾeˈno.xli.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρενόχληση θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρενόχληση