παρεπίτροπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρεπίτροπος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρεπίτροπος
|
παρεπίτροπος αρσενικό
|