περισώζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: περισῴζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περισώζω < αρχαία ελληνική περισῴζω < περί + σῴζω. Συγχρονικά αναλύεται σε περι- + σώζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.ɾiˈso.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

περισώζω, αόρ.: περιέσωσα, παθ.φωνή: περισώζομαι, π.αόρ.: περισώθηκα, μτχ.π.π.: περισωσμένος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]