περισωσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περισωσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περισώζω και περισώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
περισωσμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη περισώζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περισωσμένος
|