περουκίνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | περουκίνι | τα | περουκίνια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | περουκίνι | τα | περουκίνια |
κλητική | περουκίνι | περουκίνια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περουκίνι < περούκα + -ίνι < βενετικά peruca < ιταλικά parrucca < *pilucca < λατινικά pilus (κόμη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pil- (τρίχα). Δείτε parrucchino, υποκοριστικό του parrucca.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περουκίνι ουδέτερο
- υποκοριστικό του περούκα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περουκίνι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίνι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)