πεσσιμιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεσσιμιστικός η πεσσιμιστική το πεσσιμιστικό
      γενική του πεσσιμιστικού της πεσσιμιστικής του πεσσιμιστικού
    αιτιατική τον πεσσιμιστικό την πεσσιμιστική το πεσσιμιστικό
     κλητική πεσσιμιστικέ πεσσιμιστική πεσσιμιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεσσιμιστικοί οι πεσσιμιστικές τα πεσσιμιστικά
      γενική των πεσσιμιστικών των πεσσιμιστικών των πεσσιμιστικών
    αιτιατική τους πεσσιμιστικούς τις πεσσιμιστικές τα πεσσιμιστικά
     κλητική πεσσιμιστικοί πεσσιμιστικές πεσσιμιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεσσιμιστικός < από το πεσιμιστής

Επίθετο[επεξεργασία]

πεσσιμιστικός, -η, -ο