πισινά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πισινά | ||
γενική | των | πισινών | ||
αιτιατική | τα | πισινά | ||
κλητική | πισινά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pi.siˈna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐σι‐νά
- τονικό παρώνυμο: πισίνα
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- πισινά: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πισινός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πισινά ουδέτερο στον πληθυντικό
- άλλη μορφή του πισινός
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- πισινά: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πισινά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (πισινό) του πισινός
- → δείτε παράθεμα στο πισινός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)