πιτήδειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιτήδειος < επιτήδειος
Επίθετο[επεξεργασία]
πιτήδειος
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του επιτήδειος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πιτηδεύομαι
- → δείτε τη λέξη επιτήδειος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πιτήδειος
|