πλάστιγγα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλάστιγγα < αρχαία ελληνική πλάστιγξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλάστιγγα θηλυκό
- το πιάτο (ή ο δίσκος) της ζυγαριάς
- είδος ζυγαριάς για ογκώδη ή βαριά αντικείμενα που έχει μόνο μία πλάστιγγα και η ζύγιση γίνεται μέσω μηχανισμού
- (μεταφορικά) για την τελική έκβαση μιας αμφίρροπης υπόθεσης
- όλοι αναρωτιούνται για το προς τα πού θα γείρει τελικά η πλάστιγγα των εσωκομματικών εκλογών (αναρωτιούνται ποιος θα τις κερδίσει)